- σεμνοπίθηκος
- ο, Νζωολ. είδος πιθήκων τής Ινδίας και τής Μαλαισίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. semnopithecus (< σεμνός + πίθηκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιθίοψ ο σεμνοπίθηκος — Επιστημονική ονομασία γένους πιθήκων. Βλ. λ. σεμνοπίθηκοι … Dictionary of Greek
σεμνοπίθηκοι — (semnopithecus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πιθήκων του γένους πρεσβείτης ή σεμνοπίθηκος, του πιο διαδομένου της οικογένειες των Κερκοπιθηκιδών. Λέγονται και πρεσβύτες ή απλά πίθηκοι και χαρακτηρίζονται από τη … Dictionary of Greek